πύκτης: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πυγμάχος]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πύξ</i>]. | |mltxt=και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πυγμάχος]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>πύξ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πύκτης:''' -ου, ὁ ([[πύξ]]), [[πυγμάχος]], αυτός που μάχεται με τη [[γροθιά]], σε Πίνδ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A boxer, Xenoph.2.15, Pi.O.10(11).16, S.Tr.442, Pl. Grg.460d; opp. παλαιστής, Id.Lg.819b; freq. in Inscrr., IG12.846.7, 22.2311.32,47, 3.128.4, 743.14, etc., and Papyri, PLond.3.1158.6 (iii A.D.), etc. II epith. of Apollo, Plu.2.724c.
German (Pape)
[Seite 816] ὁ, der Faustkämpfer; Pind. Ol. 11, 16 N. 5, 52; Soph. Tr. 442; Plat. Gorg. 460 d, u. oft, u. Folgde, wie Pol. 1, 57, 1; vgl. Arist. rhet. 1, 5, wo als Unterscheidungszeichen des πύκτης vom παλαιστής angegeben wird ὦσαι τῇ πληγῇ, mit Faustschlägen seinen Gegner von der Stelle drängen, während der παλαιστής ihn durch Ringen zu Boden zu werfen sucht.
Greek (Liddell-Scott)
πύκτης: -ου, ὁ, (πύξ, πυγμὴ) ὁ πυγμάχος, διὰ τῆς πυγμῆς μαχόμενος, Λατ. pugil, Ξενοφάν. 2. 15, Πινδ. Ο. 10 (11). 20, Σοφ. Τρ. 442, Πλάτ. Γοργ. 460D· ἀντίθετ. τῷ παλαιστής, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 819Β· συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 247, 425, κ. ἀλλ.· - οὕτως ὁ Πίνδ. ἔχει πυγμάχος, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ΙΙ. ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος, Πλούτ. 2. 724C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
athlète qui lutte au pugilat.
Étymologie: πύξ.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πύκτας, ὁ, Α
1. πυγμάχος
2. προσωνυμία του Απόλλωνος στους Δελφούς ως προστάτη τών αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πύξ].
Greek Monotonic
πύκτης: -ου, ὁ (πύξ), πυγμάχος, αυτός που μάχεται με τη γροθιά, σε Πίνδ., Σοφ.