πυλαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Πύλαι]] / [[πυλαία]]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πυλαία]], δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες<br /><b>2.</b> αγύρτικος, [[ψεύτικος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[Πύλαι]] / [[πυλαία]]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[πυλαία]], δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες<br /><b>2.</b> αγύρτικος, [[ψεύτικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠλᾱϊκός:''' -ή, -όν, [[αστείος]], [[ανόητος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾱϊκός Medium diacritics: πυλαϊκός Low diacritics: πυλαϊκός Capitals: ΠΥΛΑΪΚΟΣ
Transliteration A: pylaïkós Transliteration B: pylaikos Transliteration C: pylaikos Beta Code: pulai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A silly, ὀχλαγωγία Plu.Pyrrh.29.

German (Pape)

[Seite 817] possenhaft, ὀχλαγωγία Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν Πυλαίαν, ὁ τῆς Πυλαίας, Πυλ. κόλπος Στράβ. 9, 430· Πυλ. πανήγυρις αὐτόθι 436· ταῦτα μέν ἐστι Πυλαϊκῆς ὀχλαγωγίας Πλουτ. Πύρρ. 29· πρβλ. πυλαία ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α Πύλαι / πυλαία]
1. ο σχετικός με την πυλαία, δηλ. με τη σύνοδο του αμφικτιονικού συνεδρίου στις Θερμοπύλες
2. αγύρτικος, ψεύτικος.

Greek Monotonic

πῠλᾱϊκός: -ή, -όν, αστείος, ανόητος, σε Πλούτ.