Τυφωεύς: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως και επικ. τ. -έος, και [[Τυφώς]], -ῶ, ὁ, Α<br />ο [[Τυφών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή [[δάνειο]] από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας. Ο τ. <i>Τυφω</i>-<i>εύς</i> αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> του τ. [[Τυφώς]]. Η [[σύνδεση]] τών τ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[τύφω]], -<i>ομαι</i> «[[περιβάλλω]] με καπνό» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Με το [[θεωνύμιο]] [[Τυφωεύς]] συνδέεται το [[θεωνύμιο]] [[Τυφῶν]], -<i>ῶνος</i> «[[πατέρας]] τών ανέμων», από όπου το νεοελλ. [[τυφώνας]]]. | |mltxt=-έως και επικ. τ. -έος, και [[Τυφώς]], -ῶ, ὁ, Α<br />ο [[Τυφών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή [[δάνειο]] από την [[περιοχή]] της Μικράς Ασίας. Ο τ. <i>Τυφω</i>-<i>εύς</i> αποτελεί παρεκτεταμένη [[μορφή]] με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> του τ. [[Τυφώς]]. Η [[σύνδεση]] τών τ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[τύφω]], -<i>ομαι</i> «[[περιβάλλω]] με καπνό» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Με το [[θεωνύμιο]] [[Τυφωεύς]] συνδέεται το [[θεωνύμιο]] [[Τυφῶν]], -<i>ῶνος</i> «[[πατέρας]] τών ανέμων», από όπου το νεοελλ. [[τυφώνας]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Τῠφωεύς:''' -έως, Επικ. Τυφωέος, ὁ· συνηρ. Τῡφώς, γεν. <i>Τυφῶ</i>, αιτ. <i>Τυφῶ</i>·, [[κάποιος]] [[γίγαντας]] τον οποίο έθαψε ο Δίας στην [[Κιλικία]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. έος Il.2.783, dat. έϊ ib.782, acc. έα Hes.Th.821; Τῡφώς, Pi.P.1.16, A.Pr.372, gen.
A Τυφῶ Id.Th.517, Supp.560 (lyr.), Ar. Nu.336 (anap.), acc. Τυφῶ Hdt.3.5, Ar.Eq.511 (anap.); also nom. Τῡφῶν (q. v.):—Typhoëus or Typhos, a hundred-headed giant buried by Zeus (εἰν Ἀρίμοις), Il.2.782; youngest son of Gaia and Tartarus, Hes. Th.821; Pi. gives his birthplace as Cilicia, but places him under Cyme and Sicily, and so accounts for the eruptions of Etna, l.c. [ῡ in disyll. cases, ῠ in the others, cf. Τυφῶν.]
Greek (Liddell-Scott)
Τῠφωεύς: έως, Ἐπικ. έος, ὁ· συνῃρ. Τῡφώς, Πίνδ., Αἰσχύλ., γεν. Τυφῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 517, Ἀριστοφ. Νεφ. 336 αἰτ. Τυφῶ Ἡρόδ. 3. 5, Ἀριστοφ. Ἱππ. 511· - γίγας τις ὃν ἔθαψεν ὁ Ζεὺς ἐν Κιλικίᾳ ὑπὸ τὴν γῆν τῶν Ἀρίμων (εἰν Ἀρίμοις), (ὅπερ ὁ Οὐεργίλιος ἔτρεψεν εἰς Inarimé, Αἰνειὰς 9. 716), Ἰλ. Β. 782· ὁ νεώτατος τῶν υἱῶν τῆς Γῆς καὶ τοῦ Ταρτάρου, Ἡσ. Θ. 821· ἀλλ’ ὁ Πίνδ. θέτει αὐτὸν ὑπὸ τὴν Αἴτνην, εἰς αὐτὸ ἀποδίδων τὰς ἐκρήξεις τοῦ ἡφαιστείου, πρβλ. Ὀβιδ. Μεταμορφ. 5. 347· - φαίνεται ὅτι ὁ Τυφωεὺς ἦτο τύπος τῶν ἡφαιστειωδῶν ἐνεργειῶν καθόλου, ἴδε Böckh Expl. Pind. P. 1. 13 (31)· πρβλ. τυφώς, Τυφῶν. [ῠ ἐν ταῖς τρισυλλάβοις πτώσεσι, ῡ δὲ ἐν ταῖς δισυλλάβοις, πρβλ. Τυφῶν].
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
autre n. de Τυφῶν.
English (Autenrieth)
έος: Typhōeus, a monster, originally symbolical of the volcanic agencies of nature, Il. 2.782 f.
Greek Monolingual
-έως και επικ. τ. -έος, και Τυφώς, -ῶ, ὁ, Α
ο Τυφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνειο από την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ο τ. Τυφω-εύς αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή με επίθημα -εύς του τ. Τυφώς. Η σύνδεση τών τ. με την οικογένεια του ρ. τύφω, -ομαι «περιβάλλω με καπνό» οφείλεται σε παρετυμολογία. Με το θεωνύμιο Τυφωεύς συνδέεται το θεωνύμιο Τυφῶν, -ῶνος «πατέρας τών ανέμων», από όπου το νεοελλ. τυφώνας].
Greek Monotonic
Τῠφωεύς: -έως, Επικ. Τυφωέος, ὁ· συνηρ. Τῡφώς, γεν. Τυφῶ, αιτ. Τυφῶ·, κάποιος γίγαντας τον οποίο έθαψε ο Δίας στην Κιλικία, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.