σησάμη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ Μ<br />το [[φυτό]] [[σήσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σήσαμον]].
|mltxt=ἡ Μ<br />το [[φυτό]] [[σήσαμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[σήσαμον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σησάμη:''' [ᾰ], ἡ, [[σησάμη]] ([[σουσαμιά]]), [[φυτό]] από τον καρπό του οποίου ([[σήσαμον]]) εξαγόταν [[κατόπιν]] εκθλίψεως είδος λαδιού, το [[σησαμέλαιο]]. (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμη Medium diacritics: σησάμη Low diacritics: σησάμη Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsámē Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsa/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A sesame, Sesamum indicum, Gp.3.2.4.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, Sesam, ein orientalisches Schotengewächs, aus dessen Frucht σήσαμον noch jetzt im Orient ein Oel gepreßt wird; auch der Saamen wird dort wie Reis gekocht u. häufig gegessen; Sp.; nach Theophr. auch ἡ σήσαμος.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμη: [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», φυτόν τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου (σήσαμον) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται ἔλαιον (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ καρπὸς πολλάκις ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ ὄρυζα, Γεωπ. 3. 2· πρβλ. σησαμῆ, -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σησάμη· σησαμίς. καὶ πλακοῦς ἐκ σησάμης».

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sésame, plante oléagineuse.
Étymologie: σήσαμον.

Greek Monolingual

ἡ Μ
το φυτό σήσαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του σήσαμον.

Greek Monotonic

σησάμη: [ᾰ], ἡ, σησάμη (σουσαμιά), φυτό από τον καρπό του οποίου (σήσαμον) εξαγόταν κατόπιν εκθλίψεως είδος λαδιού, το σησαμέλαιο. (άγν. προέλ.).