συζητητής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν [[συζητῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία [[συζήτηση]], [[συνομιλητής]] («[[είναι]] [[καλός]] [[συζητητής]]»)<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στη [[διεξαγωγή]] συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν [[συζητῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία [[συζήτηση]], [[συνομιλητής]] («[[είναι]] [[καλός]] [[συζητητής]]»)<br /><b>2.</b> ο [[επιδέξιος]] στη [[διεξαγωγή]] συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συζητητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· [[συνομιλητής]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητητής Medium diacritics: συζητητής Low diacritics: συζητητής Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syzētētḗs Transliteration B: syzētētēs Transliteration C: syzititis Beta Code: suzhthth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.

English (Strong)

from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monotonic

συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη