συμπιέζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πιέζω]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) <i>συμπιέζομαι</i><br />ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ [[κοιλία]] συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ [[στόμα]]», Έφιππ.)<br /><b>2.</b> [[προσάπτω]] [[στέρεα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπιέζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[πιέζω]] μαζί ή [[συνθλίβω]], [[αρπάζω]] [[δυνατά]], [[συσφίγγω]], [[μαγκώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπῐέζω Medium diacritics: συμπιέζω Low diacritics: συμπιέζω Capitals: ΣΥΜΠΙΕΖΩ
Transliteration A: sympiézō Transliteration B: sympiezō Transliteration C: sympiezo Beta Code: sumpie/zw

English (LSJ)

(for -πιάζω v. infr.),

   A press or squeeze together, grasp closely, τὰς τρίχας Pl.Phd.89b; τι ταῖς Χερσί Id.Sph.247c; σ. τὸ στόμα Ephipp.6.3, cf. Plu.2.58od (prob.); σ. Χείλεα Χείλεσι AP5.127 (Marc. Arg.); τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Arist.Pr.929b39:—Pass., to be squeezed up, opp. διέλκεσθαι, X.Mem.3.10.7; σ. τὰς ἀκοάς Arist.Pr.904a21; ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς ib.964b3; συμπιασθῆναι, of the body, to be pinched in, grow lean, Hp.Epid.7.68 (but, to be fattened up, from συμπιαίνω, acc. to Littré): aor. Pass. subj. 3pl. συμπιεχθῶσιν αἱ δίοδοι Id.Loc.Hom.9; of an army, συνεπιέζετο τὰ μέσα D.C.36.49.

German (Pape)

[Seite 987] zusammendrücken, -fassen; ταῖς χερσίν, Plat. Soph. 247 c; τὰς τρίχας, Phaed. 89 b; pass., Xen. Mem. 3, 10, 7; Arist. probl. 11, 44, übertr., bedrängen, belästigen.

Greek (Liddell-Scott)

συμπιέζω: πιέζωσυνθλίβω ὁμοῦ, πιάνω σφικτά, ξυμπιέσας τὰς ἐπὶ τῷ αὐχένι τρίχας Πλάτ. Φαίδων 89B· τι ταῖς χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 247C· ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα, οὐχὶ συγκλείσασα σφικτὰ τὸ στόμα, Ἔφιππος ἐν «Ἐμπ.» 1. 3· σ. χείλεα χείλεσι Ἀνθ. Π. 5. 128· τὸ ἔλαττον σ. τὸ πλέον Ἀριστ. Προβλ. 21. 26. ― Παθ., συμπιέζομαι, ἀντίθετον τῷ διέλκεσθαι, Ξενοφ. Ἀπομν. 3. 10, 7· σ. τὰς ἀκοὰς Ἀριστ. Προβλ. 11. 44· ἡ κοιλία σ. ταῖς πλευραῖς αὐτόθι 34. 11· συμπιασθῆναι, ἐπὶ τοῦ σώματος, ἰσχνανθῆναι. Ἱππ. 1228. 5· ἐπὶ στρατιᾶς, συνεπιέζετο τὰ μέσα Δίων Κ. 36. 32.

French (Bailly abrégé)

presser ensemble, comprimer.
Étymologie: σύν, πιέζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι
ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα», Έφιππ.)
2. προσάπτω στέρεα.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. πιέζω δυνατά, συνθλίβω
2. (κυρίως το παθ.) συμπιέζομαι
ελαττώνομαι σε όγκο, περιορίζομαι, μαζεύομαι (α. «οι πλευρές συμπιέζονται» β. «ἡ κοιλία συμπιέζεται ταῑς πλευραῑς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κλείνω σφιχτά («ἐφίλησεν οὐχὶ συμπιέσασα τὸ στόμα», Έφιππ.)
2. προσάπτω στέρεα.

Greek Monotonic

συμπιέζω: μέλ. -σω, πιέζω μαζί ή συνθλίβω, αρπάζω δυνατά, συσφίγγω, μαγκώνω, σε Πλάτ. — Παθ., συνθλίβομαι, στριμώχνομαι, σε Ξεν.