συνδιαλύω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλύομαι</i><br />α) διαλύομαι [[μαζί]] η ταυτόχρονα με άλλον<br />β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταπαύω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[συνεισφέρω]] και εγώ στην [[εξόφληση]] μιας οφειλής. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδιαλύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ],<br /><b class="num">1.</b> [[βοηθώ]] στην [[κατάπαυση]], στο [[καταλάγιασμα]], [[καθησυχάζω]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> [[βοηθώ]] στην [[καταλλαγή]], τη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[συνεισφέρω]] στην [[εξόφληση]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A help in putting an end to, τὰς ταραχάς Isoc.4.134. 2 Med., help to pay, Luc.Dem.Enc.45, Aristid.2.456J. II Pass., to be dissipated, melt away with, δόξα τισὶν ὁμοῦ -ομένη Plu.2.823e; to be abolished at the same time, ἡ τυραννὶς -εται Aen.Gaz.Thphr.p.58B.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. λύω), mit, zugleich, zusammen auflösen, versöhnen, ausgleichen; τὰς ταραχάς, Isocr. 4, 134; Dem. 33, 17; Sp.; – im med. bezahlen, Luc. Dem. enc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλύω: μέλλ. -λύσω, βοηθῶ εἰς διάλυσιν, καθησυχάζω ὁμοῦ, καταπαύω, τὰς ταραχὰς Ἰσοκρ. 68C, 2) συνδιαλλάττω, συμφιλιώνω, Δημ. 897. 28. 3) Μέσ., συνεισφέρω πρὸς ἐξόφλησιν, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 45. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., διαλύομαι, ἐξαφανίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, συναναλίσκομαι, ὁμοῦ τινι Πλούτ. 2. 823Ε.
French (Bailly abrégé)
1 aider à faire cesser en même temps (des troubles);
2 perdre ou dissiper avec, τινι;
Moy. συνδιαλύομαι aider à payer.
Étymologie: σύν, διαλύω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.
Greek Monolingual
ΜΑ
παθ. συνδιαλύομαι
α) διαλύομαι μαζί η ταυτόχρονα με άλλον
β) καταλύομαι ταυτόχρονα με άλλον
αρχ.
1. καταπαύω κάτι μαζί με άλλον («τὰς διὰ τύχην αὐτῷ γεγενημένας ταραχὰς συνδιαλύειν ἐπιχειροῡμεν», Ισοκρ.)
2. μέσ. συνεισφέρω και εγώ στην εξόφληση μιας οφειλής.
Greek Monotonic
συνδιαλύω: μέλ. -λύσω [ῡ],
1. βοηθώ στην κατάπαυση, στο καταλάγιασμα, καθησυχάζω, σε Ισοκρ.
2. βοηθώ στην καταλλαγή, τη συμφιλίωση, συμφιλιώνω, σε Δημ.
3. Μέσ., συνεισφέρω στην εξόφληση, σε Λουκ.