συνδιαβιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] διά μέσου μιας περιοχής ή [[διαπεραιώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] διά μέσου μιας περιοχής ή [[διαπεραιώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] στο [[απέναντι]] [[μέρος]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στη [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιαβιβάζω:''' μτβ. του [[συνδιαβαίνω]], [[διαβιβάζω]] από κοινού [[απέναντι]] ή μέσα από, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαβῐβάζω Medium diacritics: συνδιαβιβάζω Low diacritics: συνδιαβιβάζω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: syndiabibázō Transliteration B: syndiabibazō Transliteration C: syndiavivazo Beta Code: sundiabiba/zw

English (LSJ)

causal of συνδιαβαίνω,

   A carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.

German (Pape)

[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monotonic

συνδιαβιβάζω: μτβ. του συνδιαβαίνω, διαβιβάζω από κοινού απέναντι ή μέσα από, σε Ξεν.