συνδιημερεύω: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[διημερεύω]]<br />[[περνώ]] την [[ημέρα]] μου με άλλον. | |mltxt=ΜΑ [[διημερεύω]]<br />[[περνώ]] την [[ημέρα]] μου με άλλον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνδιημερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη την [[ημέρα]] μαζί με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A spend one's days with, τινι X.Smp.4.44, Arist.Rh.1381a30, EN1162b16 (v.l. for συνημ-) ; ἐπισφαλὲς τοῖς ὑπὸ φθόης συνεχομένοις συνδιημερεύειν Gal.7.279; μετά τινων Arist.EN 1166b14 (v.l. for συνημ-).
German (Pape)
[Seite 1008] einen Tag mit einem Andern zu gleich, zusammen zubringen, verleben, τινί; Xen. Conv. 4, 44; Arist. rhet. 2, 4; Sp., wie Luc. Amor. 4; τοῖς ὴλικιώταις, Plut. Lycurg. 15.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιημερεύω: διέρχομαι τὴν ἡμέραν μετά τινος, τινι Ξεν. Συμπ. 4. 44, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 12, Ἠθικ. Νικ. 8. 13, 1· μετά τινων αὐτόθι 9. 4, 9.
French (Bailly abrégé)
passer la journée avec, τινι.
Étymologie: σύν, διημερεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.
Greek Monolingual
ΜΑ διημερεύω
περνώ την ημέρα μου με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιημερεύω: μέλ. -σω, περνώ όλη την ημέρα μαζί με κάποιον, τινί, σε Ξεν.