σχεδίην: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> α) [[γρήγορα]]<br />β) [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχέδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ην</i> της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (<b>πρβλ.</b> [[πανσυδί]]-<i>ην</i>)]. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> από [[κοντά]]<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> α) [[γρήγορα]]<br />β) [[αμέσως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχέδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ην</i> της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (<b>πρβλ.</b> [[πανσυδί]]-<i>ην</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχεδίην:''' Επικ. επίρρ. (από αιτ. θηλ. του [[σχέδιος]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], από κοντά, επί τόπου, Λατ. [[cominus]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, [[αμέσως]], [[ευθύς]], [[γρήγορα]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. Adv. formed from the fem. of σχέδιος, of Place,
A at close quarters, τύψον δὲ σχεδίην Il.5.830: cf. αὐτοσχεδόν. II of Time, soon, Nic.Al.88; straightway, at once, Babr.57.4 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 1054] ep. adv., aus dem fem. von σχέδιος gebildet, in der Nähe, cominus; τύψον δὲ σχεδίην, Il. 5, 830, sc. πληγήν; auch Nic. Al. 88.
Greek (Liddell-Scott)
σχεδίην: Ἐπικ. ἐπίρρ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ θηλ. τοῦ σχέδιος, ἐπὶ τόπου, ἐκ τοῦ πλησίον, Λατιν. cominus, τύψον δὲ σχεδίην, «ἐκ τοῦ σύνεγγυς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 830. πρβλ. αὐτοσχεδόν. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ταχέως, ἀμέσως, Νικ. Ἀλεξιφ. 88· παραχρῆμα, εὐθύς, ἀμέσως, Βάβρ. 57. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
de près.
Étymologie: acc. fém. ion. de σχέδιος.
English (Autenrieth)
(ἔχω): fem. adj. as adv., near at hand, in hand to hand fight, Il. 5.830†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. τοπ. από κοντά
2. χρον. α) γρήγορα
β) αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιος + κατάλ. -ην της αιτ. που χρησιμοποιείται επιρρμτ. (πρβλ. πανσυδί-ην)].
Greek Monotonic
σχεδίην: Επικ. επίρρ. (από αιτ. θηλ. του σχέδιος)·
I. λέγεται για τόπο, από κοντά, επί τόπου, Λατ. cominus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για χρόνο, αμέσως, ευθύς, γρήγορα, σε Βάβρ.