τεκνοσπορία: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τεκνοσπόρος]]<br />(για τον άνδρα) [[σπορά]] παιδιών, [[τεκνοποίηση]].
|mltxt=ἡ, Α [[τεκνοσπόρος]]<br />(για τον άνδρα) [[σπορά]] παιδιών, [[τεκνοποίηση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοσπορία:''' ἡ, [[σπορά]] παιδιών, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοσπορία Medium diacritics: τεκνοσπορία Low diacritics: τεκνοσπορία Capitals: ΤΕΚΝΟΣΠΟΡΙΑ
Transliteration A: teknosporía Transliteration B: teknosporia Transliteration C: teknosporia Beta Code: teknospori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A begetting of children, AP7.568 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, Kindererzeugung, Agath. 94 (VII, 568).

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοσπορία: ἡ, τὸ σπείρειν τέκνα, τεκνοποιΐα, ἐρατῆς ἔργα τεκνοσπορίης Ἀνθ. Π. 568.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
procréation d’enfants, génération.
Étymologie: τέκνον, σπείρω.

Greek Monolingual

ἡ, Α τεκνοσπόρος
(για τον άνδρα) σπορά παιδιών, τεκνοποίηση.

Greek Monotonic

τεκνοσπορία: ἡ, σπορά παιδιών, σε Ανθ.