τετράφυλος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο διαιρεμένος σε [[τέσσερεις]] φυλές, ο αποτελούμενος από [[τέσσερεις]] φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν [[εἶναι]], τρίφυλον οὖσαν [[τέως]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-<i>φυλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />ο διαιρεμένος σε [[τέσσερεις]] φυλές, ο αποτελούμενος από [[τέσσερεις]] φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν [[εἶναι]], τρίφυλον οὖσαν [[τέως]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φῦλον]] / [[φυλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-<i>φυλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που έχει διαιρεθεί σε [[τέσσερις]] φυλές, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράφῡλος Medium diacritics: τετράφυλος Low diacritics: τετράφυλος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tetráphylos Transliteration B: tetraphylos Transliteration C: tetrafylos Beta Code: tetra/fulos

English (LSJ)

ον,

   A divided into four tribes, Hdt.5.66, D.H.4.14.

German (Pape)

[Seite 1100] in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

τετράφῡλος: -ον, ὁ διῃρημένος εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 5. 66, Διον. Ἁλ. 4. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en quatre tribus.
Étymologie: τέτταρες, φυλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ.
β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φυλος (< φῦλον / φυλή), πρβλ. δεκά-φυλος].

Greek Monotonic

τετράφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που έχει διαιρεθεί σε τέσσερις φυλές, σε Ηρόδ.