τετραέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει περιτυλιχθεί [[τέσσερεις]] φορές («[[ὄφις]] [[τετραέλικτος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τετραέλικτον ἅλμαν, [[ἤγουν]] τρικυμίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]] «[[περιτυλίγω]], [[στριφογυρίζω]]»)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει περιτυλιχθεί [[τέσσερεις]] φορές («[[ὄφις]] [[τετραέλικτος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τετραέλικτον ἅλμαν, [[ἤγουν]] τρικυμίαν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]] «[[περιτυλίγω]], [[στριφογυρίζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετραέλικτος:''' -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) [[τέσσερις]] φορές, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραέλικτος Medium diacritics: τετραέλικτος Low diacritics: τετραέλικτος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: tetraéliktos Transliteration B: tetraeliktos Transliteration C: tetraeliktos Beta Code: tetrae/liktos

English (LSJ)

ον, =

   A four times coiled round, ὄφις AP7.210 (Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, ὄφις, Antp. Sid. 63 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

τετραέλικτος: -ον, = τῷ ἑπομ., ὄφις Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé quatre fois sur soi-même.
Étymologie: τέσσαρες, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)].

Greek Monotonic

τετραέλικτος: -ον, αυτός που κινείται ελικοειδώς (συστρέφεται) τέσσερις φορές, σε Ανθ.