τίμησις: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> estimation, évaluation;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> évaluation de la fortune, cens;<br /><b>2</b> condamnation à une amende.<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> estimation, évaluation;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> évaluation de la fortune, cens;<br /><b>2</b> condamnation à une amende.<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τίμησις:''' -εως, ἡ (τῑμάω)·<br /><b class="num">1.</b> [[εκτίμηση]] περιουσίας, [[καθορισμός]] αξίας ή [[τιμής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσδιορισμός]] ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· [[εκτίμηση]] οικονομικής κατάστασης ή [[υπολογισμός]] περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[τῑ], εως, ἡ,
A holding valuable, honouring, esteeming, Pl. Lg.696d, 728e. II estimation or valuation of property or merchandise, PRev.Laws 29.12, al. (iii B.C.), PCair.Zen.12.1, al. (iii B.C.), Plb.31.28.3: pl., SIG364.66 (Ephesus, iii B.C.); τὰς τ. προσεξεπλήρωσεν, = Lat. census explevit, Mon.Anc.Gr.19.10: Dor. τίμᾱσις, καρπῶ Docum.ant.dell' Africa Italiana 1.88 (Cyrene, iv B.C.). 2 assessment of damages, Pl.Lg.878e; τ. ποιεῖν τινι (opp. a capital charge) Antipho 5.10; ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Aeschin.3.198, cf. D.53.18: Dor. τίμᾱσις Foed.Delph.Pell.1A 9. 3 rating or assessment for political purposes, Arist.Pol.1308b2 (pl.); ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα D.S.18.18; τοὺς πολίτας συντάξαι . . κατὰ τιμήσεις Plot.6.3.1; of the Roman census, D.H.1.74: pl., Str.3.5.3: pl. of one census, Plu. Caes.55. 4 payment, PSI4.327.10 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1115] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν ἀμφισβητήσιμος ἡ τίμησις γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τίμησις: -εως, ἡ, (τιμάω) ἐκτίμησις, σεβασμός, Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ.ἐκτίμησις, διατίμησις περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ τιμῆς πράγματός τινος, μάλιστα δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) ἐκτίμησις, ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως πολίτευμα Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. τιμάω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. estimation, évaluation;
II. particul. :
1 évaluation de la fortune, cens;
2 condamnation à une amende.
Étymologie: τιμάω.
Greek Monotonic
τίμησις: -εως, ἡ (τῑμάω)·
1. εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός αξίας ή τιμής, σε Πλάτ.
2. προσδιορισμός ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· εκτίμηση οικονομικής κατάστασης ή υπολογισμός περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ.