τραχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τραχιά [[ομιλία]] ή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει τραχιά [[ομιλία]] ή [[προφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρᾱχύστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που μιλάει με [[τραχύτητα]] ή έχει δύσκολη, [[βαριά]] [[προφορά]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχύστομος Medium diacritics: τραχύστομος Low diacritics: τραχύστομος Capitals: ΤΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: trachýstomos Transliteration B: trachystomos Transliteration C: trachystomos Beta Code: traxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A of rough speech or pronunciation, Str.14.2.28, where he couples it with παχύστομος, and in the same paragraph he writes παχυστομέω (τραχυστομέω cod. E, and so it is cited in Eust.367.29), παχυστομία.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύστομος: -ον, ὁ τραχέως ὁμιλῶν ἢ προφέρων, Στράβ. 662, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ παχύστομος, καὶ ἐν τῇ αὐτῇ σελίδι φέρεται παχυστομέω, παχυστομία, ὅπερ ὁ Εὐστ. 367. 29 καὶ 34 μνημονεύει ὡς τραχύστ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la prononciation est rude.
Étymologie: τραχύς, στόμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τραχιά ομιλία ή προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Greek Monotonic

τρᾱχύστομος: -ον (στόμα), αυτός που μιλάει με τραχύτητα ή έχει δύσκολη, βαριά προφορά, σε Στράβ.