τορεύς: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[σμίλη]], το [[κοπίδι]] του τορευτή<br /><b>2.</b> [[είδος]] τρυπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωπ</i>-<i>εύς</i>: [[κώπη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[τορεύω]].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[σμίλη]], το [[κοπίδι]] του τορευτή<br /><b>2.</b> [[είδος]] τρυπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κωπ</i>-<i>εύς</i>: [[κώπη]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[τορεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τορεύς:''' -έως, ὁ ([[τείρω]]), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορεύς Medium diacritics: τορεύς Low diacritics: τορεύς Capitals: ΤΟΡΕΥΣ
Transliteration A: toreús Transliteration B: toreus Transliteration C: toreys Beta Code: toreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A boring tool used in making wells, Philyll.18 as cited by Poll.7.192, cf. 10.149 (τόρος Eust., cf. Hsch., Phot.); γόμφων τ. for boring holes for dowels, AP6.205.8 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, = τορευτής; bes. das Schnitzmesser, der Grabstichel des τορευτής, Sp., auch eine Art Bohrer, γόμφων, Leon. Tar. 4 (VI, 205). Vgl. noch Poll. 7, 192.

Greek (Liddell-Scott)

τορεύς: έως, ὁ, ἡ γλυφὶς τορευτοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 192, Ι΄, 149· ὡσαύτως, ὁ τρυπῶν ἢ διατρυπῶν, Ἀνθ. Π. 6. 205, ἴδε Meineke εἰς Φιλύλλιον ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἴδε τόρος.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte de vrille.
Étymologie: τορός.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. η σμίλη, το κοπίδι του τορευτή
2. είδος τρυπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρος + κατάλ. -εύς (πρβλ. κωπ-εύς: κώπη). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. τορεύω.

Greek Monotonic

τορεύς: -έως, ὁ (τείρω), αυτός που διατρυπάει, σε Ανθ.