τυμβωρύχος: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που διασύρει τη [[φήμη]] νεκρού, [[κυρίως]] για προσωπικό του όφελος<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπαίτιος]] για την [[ανυποληψία]] τών [[νεκρών]] συγγενών του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό [[νεκρών]], [[νεκροθάφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που διασύρει τη [[φήμη]] νεκρού, [[κυρίως]] για προσωπικό του όφελος<br /><b>μσν.</b><br />ο [[υπαίτιος]] για την [[ανυποληψία]] τών [[νεκρών]] συγγενών του<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό [[νεκρών]], [[νεκροθάφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυμβωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει τους τάφους των [[νεκρών]] με σκοπό την [[κλοπή]], [[ληστής]] [[τάφων]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A grave-robber, Ar.Ra.1149, Luc.JTr.52, CIG2826, al. (Aphrodisias), Charito 1.9, 3.3. II grave-digger, S.E.M.7.45.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ, ὁ ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, νεκροθάπτης, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fouille un tombeau pour voler.
Étymologie: τύμβος, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει
νεοελλ.
μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος
μσν.
ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του
αρχ.
αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών, νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει τους τάφους των νεκρών με σκοπό την κλοπή, ληστής τάφων, σε Αριστοφ.