ὑπέρδεινος: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[επικίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ [[επιδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]] «[[φοβερός]], [[τρομερός]]»]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[πάρα]] πολύ [[επικίνδυνος]]<br /><b>3.</b> [[πάρα]] πολύ [[επιδέξιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]] «[[φοβερός]], [[τρομερός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρδεινος:''' -ον, υπερβολικά [[τρομακτικός]], [[ανησυχητικός]], σε Δημ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13. 2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.
German (Pape)
[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].
Greek Monotonic
ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.