ὑπερκαταγέλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(επιτ. τ.) [[καταγέλαστος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγέλαστος]] «αυτός που [[είναι]] [[αντικείμενο]] χλευασμού, ο [[γελοίος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />(επιτ. τ.) [[καταγέλαστος]] σε [[μέγιστο]] βαθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταγέλαστος]] «αυτός που [[είναι]] [[αντικείμενο]] χλευασμού, ο [[γελοίος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαταγέλαστος:''' -ον, υπερβολικά [[γελοίος]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Medium diacritics: ὑπερκαταγέλαστος Low diacritics: υπερκαταγέλαστος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΓΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatagélastos Transliteration B: hyperkatagelastos Transliteration C: yperkatagelastos Beta Code: u(perkatage/lastos

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly absurd, Aeschin.3.192, Plu.2.4a.

German (Pape)

[Seite 1197] über die Maaßen lächerlich; Aesch. 3, 192; Plut. educ. lib. 7 A.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν καταγέλαστος, Αἰσχίνης 81. 29, Πλούτ. 2. 4Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrêmement ridicule.
Étymologie: ὑπέρ, καταγέλαστος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»].

Greek Monotonic

ὑπερκαταγέλαστος: -ον, υπερβολικά γελοίος, σε Αισχίν.