ὑποφύω: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[φύω]]<br /><b>1.</b> (για την γη) [[αφήνω]] να βλαστήσει, [[βγάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποφύομαι</i><br />α) (για [[δόντι]]) [[φυτρώνω]] για να αντικαταστήσω [[άλλο]]<br />β) αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] [[συνεχώς]]. | |mltxt=Α [[φύω]]<br /><b>1.</b> (για την γη) [[αφήνω]] να βλαστήσει, [[βγάζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποφύομαι</i><br />α) (για [[δόντι]]) [[φυτρώνω]] για να αντικαταστήσω [[άλλο]]<br />β) αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] [[συνεχώς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποφύω:''' κάνω [[κάτι]] να φυτρώσει από [[κάτω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A cause to grow up under, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύεν ποίην Il. 14.347:—Pass., fut. -φύσομαι Diog.Oen.29: aor. 2 -εφύην Arist. HA501b9: pf. -πέφυκα Gal.2.277:—grow up below or as a substitute, of flesh, Hp.VC17, Fract.33; of teeth, Arist. l. c.; of hoofs, ib.604a25: metaph., ἂν [τὰς ῥίζας] ὑποτέμωμεν, οὐδὲν τῶν κακῶν ἡμῖν -φύσεται Diog.Oen. l.c.:—ὑποφύει = ὑποφύεται is f.l. in Thphr.HP 4.15.2. 2 Pass., of muscles, to be inserted under, τῷ δέρματι Gal.2.246, UP3.11, cf. 4.10, al. II Pass. also, to be in process of growth, ἐξειργάσατο τὴν τέχνην τὴν γραφικὴν ὑποφυομένην ἔτι Ael. VH8.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφύω: φύω, γεννῶ κάτωθεν, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι κάτωθεν, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι κάτωθεν εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8.
French (Bailly abrégé)
être en voie de croissance.
Étymologie: ὑπό, φύω.
Greek Monolingual
Α φύω
1. (για την γη) αφήνω να βλαστήσει, βγάζω
2. μέσ. ὑποφύομαι
α) (για δόντι) φυτρώνω για να αντικαταστήσω άλλο
β) αυξάνομαι, μεγαλώνω συνεχώς.