φιληδής: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[φιλήδονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἧδος</i> [[τὸ]] «[[ευχαρίστηση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ηδής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[φιλήδονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἧδος</i> [[τὸ]] «[[ευχαρίστηση]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ηδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐληδής:''' -ές ([[ἦδος]]), αυτός που αγαπά την [[ευχαρίστηση]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐληδής Medium diacritics: φιληδής Low diacritics: φιληδής Capitals: ΦΙΛΗΔΗΣ
Transliteration A: philēdḗs Transliteration B: philēdēs Transliteration C: filidis Beta Code: filhdh/s

English (LSJ)

ές,

   A fond of pleasure, Arist.EN1157a33.    II easily pleasing, τινι Sch.Pi.P.2.133.

German (Pape)

[Seite 1277] ές, das Süße, Angenehme, das Vergnügen liebend, Arist. eth. 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φῐληδής: -ές, ὁ τὰ ἡδέα φιλῶν, ὁ ἀγαπῶν ἡδονάς, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 4, 4. ΙΙ. εὐάρεστος, ἀρεστός, εὐαρέστησιν ἐμποιῶν, εὐφραντικός, «οὐ γὰρ προσήκει σε κολακεύουσιν ἥδεσθαι· οἱ γὰρ τοιοῦτοι φιληδεῖς εἰσι παισί, τελείοις γε μὴν οὐκέτι» Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime ou recherche le plaisir.
Étymologie: φίλος, ἡδύς.

Greek Monolingual

-ές, Α
φιλήδονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ηδής (< ἧδος τὸ «ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ-ηδής].

Greek Monotonic

φῐληδής: -ές (ἦδος), αυτός που αγαπά την ευχαρίστηση, σε Αριστ.