φιλήρετμος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για τους [[Φαίακες]]) αυτός που αγαπά τα [[κουπιά]], την [[κωπηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρετμός]] «[[κουπί]], [[κωπηλασία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἰσ</i>-<i>ήρετμος</i>). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για τους [[Φαίακες]]) αυτός που αγαπά τα [[κουπιά]], την [[κωπηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐρετμός]] «[[κουπί]], [[κωπηλασία]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἰσ</i>-<i>ήρετμος</i>). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλήρετμος:''' -ον ([[ἐρετμός]]), αυτός που αγαπάει το [[κουπί]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήρετμος Medium diacritics: φιλήρετμος Low diacritics: φιλήρετμος Capitals: ΦΙΛΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: philḗretmos Transliteration B: philēretmos Transliteration C: filiretmos Beta Code: filh/retmos

English (LSJ)

ον, (ἐρετμός)

   A fond of the oar, of the Phaeacians, Od. 8.96, etc.; of the Taphians, 1.181; κυδοιμός Nonn.D.39.214.

German (Pape)

[Seite 1277] ruderliebend, gern das Ruder führend, die Schifffahrt liebend; öfters in der Od., als Beiw. der Phäaken, 8, 96, auch der Taphier, 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν κώπην, ἀγαπῶν νὰ κωπηλατῇ, ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 96, κλπ. τῶν Ταφίων. Α. 182· φιληρέτμῳ δὲ κυδομῷ Νόνν. Διονυσ. 39. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλήρετμοι· φιλόκωποι, φιλοναῦται».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la rame.
Étymologie: φίλος, ἐρετμός.

English (Autenrieth)

(ἐρετμός): fond of the oar, oar-loving. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ-ήρετμος). Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

φῐλήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που αγαπάει το κουπί, σε Ομήρ. Οδ.