φρουρητός: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φρουρῶ]]<br />αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φρουρῶ]]<br />αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φρουρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φρουρέω]], αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A watched, guarded, AP6.230 (Quint.).
German (Pape)
[Seite 1310] adj. verb. von φρουρέω, bewacht, beschützt, Qu. Maec. 5 (VI, 230) u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν φρονοῦσιν ἢ φυλάττουσιν· ἢ ὁ δυνάμενος νὰ φρουρηθῇ, Ἀνθ. Π. 6. 230.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
que l’on peut garder ; gardé.
Étymologie: φρουρέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρουρῶ
αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.
Greek Monotonic
φρουρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.