φρουρητός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρουρητός Medium diacritics: φρουρητός Low diacritics: φρουρητός Capitals: ΦΡΟΥΡΗΤΟΣ
Transliteration A: phrourētós Transliteration B: phrourētos Transliteration C: frouritos Beta Code: frourhto/s

English (LSJ)

φρουρητή, φρουρητόν, watched, guarded, AP6.230 (Quint.).

German (Pape)

[Seite 1310] adj. verb. von φρουρέω, bewacht, beschützt, Qu. Maec. 5 (VI, 230) u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut garder ; gardé.
Étymologie: φρουρέω.

Russian (Dvoretsky)

φρουρητός: (хорошо) защищенный (sc. κόχλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

φρουρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν φρονοῦσιν ἢ φυλάττουσιν· ἢ ὁ δυνάμενος νὰ φρουρηθῇ, Ἀνθ. Π. 6. 230.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φρουρῶ
αυτός που φρουρείται ή αυτός που μπορεί να φρουρηθεί.

Greek Monotonic

φρουρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρουρέω, αυτός που φρουρείται ή φυλάσσεται, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρουρητός, ή, όν verb. adj. of φρουρέω
watched, guarded, Anth.