χηλεύω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[χηλή]]<br /><b>1.</b> [[πλέκω]], [[κατασκευάζω]] [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χηλεύει<br />ῥάπτει, πλέκει»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεχήλευμαι [[πόδας]]» — μού έχουν ράψει τα δύο πόδια [[μαζί]] (Τραγ. Αδέσπ.).
|mltxt=Α [[χηλή]]<br /><b>1.</b> [[πλέκω]], [[κατασκευάζω]] [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χηλεύει<br />ῥάπτει, πλέκει»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κεχήλευμαι [[πόδας]]» — μού έχουν ράψει τα δύο πόδια [[μαζί]] (Τραγ. Αδέσπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χηλεύω:''' ([[χηλή]] III), [[πλέκω]], [[διπλώνω]], σε Εύπολ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηλεύω Medium diacritics: χηλεύω Low diacritics: χηλεύω Capitals: ΧΗΛΕΥΩ
Transliteration A: chēleúō Transliteration B: chēleuō Transliteration C: chileyo Beta Code: xhleu/w

English (LSJ)

(

   A χηλή 111.5) net, plait, Eup.388, Hsch.    II Pass., κεχήλευμαι πόδας I have my feet stitched together, Trag.Adesp.220.

German (Pape)

[Seite 1352] stricken, flechten, VLL., Eupol. b. Poll. 7, 83.

Greek (Liddell-Scott)

χηλεύω: (χηλὴ ΙΙΙ. 2) πλέκω, δίκτυον κατασκευάζω, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 110· «χηλεύει· ῥάπτει, πλέκει» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

faire un tissu de mailles.
Étymologie: χηλή.

Greek Monolingual

Α χηλή
1. πλέκω, κατασκευάζω δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύει
ῥάπτει, πλέκει»
3. φρ. «κεχήλευμαι πόδας» — μού έχουν ράψει τα δύο πόδια μαζί (Τραγ. Αδέσπ.).

Greek Monotonic

χηλεύω: (χηλή III), πλέκω, διπλώνω, σε Εύπολ.