φθογγή: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(45) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ήχος]] της ανθρώπινης, [[κυρίως]], φωνής<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ανθρώπινη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που εκβάλλουν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθόγγ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φθέγγομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>ή</i>)]. | |mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> ο [[ήχος]] της ανθρώπινης, [[κυρίως]], φωνής<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η ανθρώπινη [[φωνή]]<br /><b>2.</b> ο [[ήχος]] που εκβάλλουν τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθόγγ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φθέγγομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>ή</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φθογγή:''' ἡ, = [[φθόγγος]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, poet. form of φθόγγος,
A voice of men, Il.2.791, A.Supp.197, etc.; of the Sirens, v.l. for φθόγγον in Od.12.198; οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ' ἂν λέξειεν A.Ag.37, cf. E.Hipp.418; τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων . . φθογγάς A.Ag.325; of the voice of Orpheus, ἦγε πάντ' ἀπὸ φθογγῆς ib.1630; βάλλει με . . φ. του S.Ph.206 (lyr.); of birds and animals, ὥστ' ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα E.Hec.338; φ. ὀΐων τε καὶ αἰγῶν Od.9.167; μόσχων E.IT293 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, die Stimme, bes. des Menschen, Hom. öfter, aber auch der Thiere, Od. 9, 167; oft bei Tragg. : οἶκος δ' αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι, σαφέστατ' ἂν λέξειεν Aesch. Ag. 37; Suppl. 194 u. oft; βάλλει μ' ἐτύμα φθογγά του Soph. Phil. 205; O. R. 1310; μή ποτε φθογγὴν ἀφῇ Eur. Hipp. 418; πάσας φθογγὰς ἱεῖσα Hec. 338.
Greek (Liddell-Scott)
φθογγή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ φθόγγος, ὁ ἦχος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, Ὅμ., καὶ Τραγ.· ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν Σειρήνων, Ὀδ. Μ. 198· οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ’ ἂν λέξειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 37· τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων… φθογγὰς αὐτόθι 325· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ Ὀρφέως, ἦγε πάντ’ ἀπὸ φθογγῆς αὐτόθι 1630· βάλλει με… φθ. τοῦ Σοφ. Φιλ. 205· ὥστ’ ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 338· φθογγὴν ἀφιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 418· ― ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, φθ. οἰῶν τε καὶ αἰγῶν Ὀδ. Ι. 167· μόσχων Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 293.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 voix de l’homme;
2 voix des animaux (brebis, chèvres, etc.).
Étymologie: φθέγγομαι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ήχος της ανθρώπινης, κυρίως, φωνής
2. (κατ' επέκτ.) η ανθρώπινη φωνή
2. ο ήχος που εκβάλλουν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθέγγομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τροφ-ή)].
Greek Monotonic
φθογγή: ἡ, = φθόγγος, σε Όμηρ. κ.λπ.