χοιροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α<br />[[πωλητής]] χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α<br />[[πωλητής]] χοίρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χοιροπώλης:''' Δωρ. -ας, -α, ὁ ([[πωλέομαι]]), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιροπώλης Medium diacritics: χοιροπώλης Low diacritics: χοιροπώλης Capitals: ΧΟΙΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: choiropṓlēs Transliteration B: choiropōlēs Transliteration C: choiropolis Beta Code: xoiropw/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ,

   A pig-dealer, Ar.Ach.818, Fr.578.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. -ας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.