ψευδηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει ψέματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψευδηγόρως</i> ΜΑ<br />με ψεύτικα [[λόγια]], με ψέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που λέει ψέματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψευδηγόρως</i> ΜΑ<br />με ψεύτικα [[λόγια]], με ψέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψευδηγόρος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), αυτός που μιλάει [[ψευδώς]], [[ψευδολόγος]], [[ψεύτης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδηγόρος Medium diacritics: ψευδηγόρος Low diacritics: ψευδηγόρος Capitals: ΨΕΥΔΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudēgóros Transliteration B: pseudēgoros Transliteration C: psevdigoros Beta Code: yeudh/goros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.