ψυχαπάτης: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀπατῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀρκ</i>-<i>απάτης</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]]<br /><b>2.</b> (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>απάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀπατῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὀρκ</i>-<i>απάτης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψῡχᾰπάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την [[ψυχή]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[πᾰ], ου, ὁ,
A beguiling the soul, οἶνος Eratosth.36.5; ὄνειρος AP5.165 (Mel.); στέφανος AP12.256 (Id.), etc.; v. ψυχροπότης.
German (Pape)
[Seite 1403] ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend; Mel. 18 (XII, 81); ὄνειρος 103 (V, 166); στέφανος 2 (XII, 256); οἶνος poet. bei Clem. Al. paedag. 2, 2,28.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀπατῶν τὴν ψυχήν, οἶνος ψυχαπάτης Ἐρατοσθένης παρὰ Κλήμ. Ἀλέξ. 183· ὄνειρος Ἀνθ. Π. 5. 166· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλλιτέρας σημασίας, ὁ εὐφραίνων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 12. 256, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui trompe l’âme;
2 qui séduit, captive ou réjouit l’âme.
Étymologie: ψυχή, ἀπατάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που εξαπατά την ψυχή
2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ-απάτης].
Greek Monotonic
ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.