χρυσαυγής: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(47b) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χρυσοαυγής]] Μ<br />αυτός που εκπέμπει [[χρυσή]] [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ηθική]] [[αίγλη]]) [[λαμπρός]] («χρυσαυγὴς [[φρόνησις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>χρυσαυγές</i><br />φωτεινά, λαμπερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή [[αὖγος]], <i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χρυσοαυγής]] Μ<br />αυτός που εκπέμπει [[χρυσή]] [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ηθική]] [[αίγλη]]) [[λαμπρός]] («χρυσαυγὴς [[φρόνησις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>χρυσαυγές</i><br />φωτεινά, λαμπερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή [[αὖγος]], <i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χρῡσαυγής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που λάμπει σα [[χρυσός]], σε Σοφ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as Adv., χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.
German (Pape)
[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής].
Greek Monotonic
χρῡσαυγής: -ές, γεν. -έος, αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Σοφ., Αριστοφ.