ὦκα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(adv. [[from]] [[ὠκύς]]): [[quickly]].
|auten=(adv. [[from]] [[ὠκύς]]): [[quickly]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὦκα:''' ποιητ. επίρρ. του [[ὠκύς]]·<br /><b class="num">1.</b> [[γρήγορα]], [[ταχέως]], [[αμέσως]], σε Όμηρ.· επιτετ., μάλ' [[ὦκα]], [[ὦκα]] μάλ', στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[δήλωση]] του χρόνου, [[ὦκα]] [[ἔπειτα]], [[αμέσως]], [[ταχέως]], [[ευθύς]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὦκα Medium diacritics: ὦκα Low diacritics: ώκα Capitals: ΩΚΑ
Transliteration A: ō̂ka Transliteration B: ōka Transliteration C: oka Beta Code: w)=ka

English (LSJ)

poet. Adv. of ὠκύς,

   A quickly, swiftly, Il.1.402, 5.88, Od.6.317, etc.; strengthd., μάλ' ὦ. Il.2.52, Od.2.8, etc.; ὦ. μάλ' Il.17.190, al.    2 of Time, ὦ. δ' ἔπειτα immediately, Od.17.329, Il.18.527, al.:—Cleitorian (Arc.) word acc. to AB1096.

German (Pape)

[Seite 1408] poet. adv. zu ὠκύς, schnell, geschwind, eilig, behend; sehr häufig bei Hom., aber nicht bei den Tragg. S. Pors. Eur. Med. 799.

Greek (Liddell-Scott)

ὦκα: ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ ὠκύς, ὠκέως, ταχέως, Ἰλ. Α. 402, Ε. 88, Ὀδ. Ζ. 317, κλπ.· ἐπιτεταμ., μάλ’ ὦκα Ἰλ. Β. 52, Ὀδ. Β. 8, κλπ.· ὦκα μάλ’ Ἰλ. Ρ. 190, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ χρόνου, ὦκα δ’ ἔπειτα, ἀμέσως, εὐθύς, Ὀδ. Ρ. 329, Ἰλ. Σ. 527, κ. ἀλλ.· - οὐδέποτε παρὰ Τραγ., Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 736. (Ἐκ τοῦ ὠκύς, ὡς τὸ τάχα ἐκ τοῦ ταχύς.)

French (Bailly abrégé)

adv.
vite, avec rapidité ou agilité ; avec idée de temps tout de suite;
Sp. ὤκιστα.
Étymologie: ὠκύς.

English (Autenrieth)

(adv. from ὠκύς): quickly.

Greek Monotonic

ὦκα: ποιητ. επίρρ. του ὠκύς·
1. γρήγορα, ταχέως, αμέσως, σε Όμηρ.· επιτετ., μάλ' ὦκα, ὦκα μάλ', στον ίδ.
2. λέγεται για δήλωση του χρόνου, ὦκα ἔπειτα, αμέσως, ταχέως, ευθύς, στον ίδ.