ὠχριάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὠχριάσω, <i>ao.</i> ὠχρίησα, <i>pf.</i> ὠχρίακα;<br />devenir <i>ou</i> être jaune <i>ou</i> pâle.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὠχριάσω, <i>ao.</i> ὠχρίησα, <i>pf.</i> ὠχρίακα;<br />devenir <i>ou</i> être jaune <i>ou</i> pâle.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠχριάω:''' = [[ὠχράω]], [[γίνομαι]] [[ωχρός]], σε Αριστοφ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχριάω Medium diacritics: ὠχριάω Low diacritics: ωχριάω Capitals: ΩΧΡΙΑΩ
Transliteration A: ōchriáō Transliteration B: ōchriaō Transliteration C: ochriao Beta Code: w)xria/w

English (LSJ)

   A = ὠχράω, to be pallid, Ar.Nu.103, Ra.307, Com.Adesp.342; ὠχριηκώς Hp.Ep.17; ὠχριήσας Babr.92.8; opp. ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Arist.Cat.9b31, EN1128b14; of wine, Plu.2.692e.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχριάω: ὠχράω, γίνομαι ἢ φαίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 103, Βάτρ. 307, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 115· ὠχριήσας Βάβρ. 92. 8· ἀντίθετον τῷ ἐρυθριάω, ἐρυθραίνομαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 15, Ἠθ. Νικ. 4. 9, 2· - ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 692Ε. -Πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὠχριάσω, ao. ὠχρίησα, pf. ὠχρίακα;
devenir ou être jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.

Greek Monotonic

ὠχριάω: = ὠχράω, γίνομαι ωχρός, σε Αριστοφ., Αριστ.