αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | |lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτεπάγγελτος:''' сам вызвавшийся, добровольный ([[προδότης]] Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. -τως Ph. 2.173. II self invited, dub. in Luc.JTr.37.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 que obra por sí mismo o por voluntad propia como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.HF 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ δικαστήριον αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2
•que ofrece voluntariamente sus servicios ὁ δὲ ἀδόλεσχος ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b
•tb. de abstr. espontáneo αὕτη (δύναμις) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ βοήθεια) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.
2 adv. -ως por propia iniciativa, voluntariamente τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτεπάγγελτος, -ον)
αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση
νεοελλ.
φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» — η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη
αρχ.
απρόσκλητος, αυτός που προσκαλεί μόνος του τον εαυτό του.
Greek Monotonic
αὐτεπάγγελτος: -ον (ἐπαγγέλλω), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει κάτι με ελεύθερη βούληση, σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτεπάγγελτος: сам вызвавшийся, добровольный (προδότης Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину).