ὑπεκρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπεκρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]], [[πετάω]] [[κάτω]] από, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ὑπεκρίπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποβάλλω]], [[ρίχνω]], [[πετάω]] [[κάτω]] από, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπεκρίπτω:''' выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A dislodge by intrigue, 'elbow out of . . ' Id.Comp.Ages.Pomp.1.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. ῥίπτω), darunter od. heimlich herauswerfen, τινός, Plut. Ages. et Pomp. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκρίπτω: ἐκρίπτω κάτωθέν τινος, τινὰ ἔκ τινος Πλουτ. Ἀγησ. Κ. Πομπ. Σύγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
jeter secrètement hors de.
Étymologie: ὑπό, ἐκρίπτω.
Greek Monolingual
Α
εκτοπίζω, εκδιώκω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω»].
Greek Monotonic
ὑπεκρίπτω: μέλ. -ψω, αποβάλλω, ρίχνω, πετάω κάτω από, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκρίπτω: выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.).