παρατρωπάω: Difference between revisions
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρατρωπάω:''' ποιητ. αντί [[παρατρέπω]], <i>θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι</i>, [[παίρνω]] [[πίσω]], καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''παρατρωπάω:''' ποιητ. αντί [[παρατρέπω]], <i>θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι</i>, [[παίρνω]] [[πίσω]], καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρατρωπάω:''' (= [[παρατρέπω]]<br /><b class="num">5)</b> отвращать (гнев), т. е. умилостивлять (θεοὺς θυέεσσι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. for παρατρέπω, [θεοὺς] θυέεσσι . . παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι
A turn away the anger of the gods... Il.9.500.
German (Pape)
[Seite 504] poet. statt παρατρέπω, Il. 9, 500, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, die Menschen machen die Götter durch Opfer anderes Sinnes, versöhnen sie, Hesych. erkl. παραπείθουσι τῆς ὀργῆς.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρωπάω: ποιητ. ἀντὶ παρατρέπω, μεταπείθω, ἐξιλεῶ, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ’ ἄνθρωποι, παρατρέπουσιν, ἀποτρέπουσιν τὴν ὀργὴν αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 500.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. c. παρατρέπω.
Étymologie: παρά, τρωπάω.
English (Autenrieth)
(τρέπω): fig., change in purpose, move, propitiate. θεοὺς θύεσσι, Il. 9.500†.
Greek Monotonic
παρατρωπάω: ποιητ. αντί παρατρέπω, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, παίρνω πίσω, καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρατρωπάω: (= παρατρέπω
5) отвращать (гнев), т. е. умилостивлять (θεοὺς θυέεσσι Hom.).