λησμοσύνη: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λησμοσύνη:''' ἡ, = [[λήθη]], [[λησμονιά]], σε Ησίοδ., Σοφ. | |lsmtext='''λησμοσύνη:''' ἡ, = [[λήθη]], [[λησμονιά]], σε Ησίοδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λησμοσύνη:''' (ῠ) ἡ предание забвению, забвение (κακῶν Hes.; τῶν πολέμων Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = λήθη, forgetfulness, κακῶν Hes.Th.55; τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν S.Ant.151 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 41] ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.
Greek (Liddell-Scott)
λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, κακῶν Ἡσ. Θεογ. 55· τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν Σοφ. Ἀντ. 151 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
oubli.
Étymologie: λήθω.
Greek Monolingual
η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) λήσμων
λήθη, λησμονιά
νεοελλ.
1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά
2. η ιδιότητα του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη»).
Greek Monotonic
λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, λησμονιά, σε Ησίοδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
λησμοσύνη: (ῠ) ἡ предание забвению, забвение (κακῶν Hes.; τῶν πολέμων Soph.).