ὀψοφαγία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψοφᾰγία:''' ἡ, τρυφηλή [[ζωή]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ὀψοφᾰγία:''' ἡ, τρυφηλή [[ζωή]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψοφᾰγία:''' ἡ падкость до лакомых блюд, чревоугодие (ὀ. καὶ [[ἀσέλγεια]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψοφᾰγία Medium diacritics: ὀψοφαγία Low diacritics: οψοφαγία Capitals: ΟΨΟΦΑΓΙΑ
Transliteration A: opsophagía Transliteration B: opsophagia Transliteration C: opsofagia Beta Code: o)yofagi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dainty living, Aeschin.1.42 (pl.), Theopomp. Hist. 179, Arist.EE1231a20, Philostr.VA1.9.    II fish-diet, Zeno Stoic.1.66.

German (Pape)

[Seite 434] ἡ, Leckerei, Schlemmerei; Ath. VIII, 343 b u. öfter; καὶ ἀσέλγεια, Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψοφᾰγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν παντοδαπὰ ὄψα καὶ ἐμβάμματα, Αἰσχίν. 6.33, Θεοπόμπ. Ἱστ. 204.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gourmandise raffinée.
Étymologie: ὀψοφάγος.

Greek Monolingual

ὀψοφαγία, ἡ (Α) οψοφάγος
1. το να τρώει κανείς εύγευστα εδέσματα («ὀψοφαγίαις καὶ πολυτελείαις δείπνων», Αισχίν.)
2. διατροφή που κυρίως περιλαμβάνει ψάρια.

Greek Monotonic

ὀψοφᾰγία: ἡ, τρυφηλή ζωή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοφᾰγία: ἡ падкость до лакомых блюд, чревоугодие (ὀ. καὶ ἀσέλγεια Plut.).