χρυσόλογχος: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσόλογχος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που έχει [[χρυσή]] [[λόγχη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσόλογχος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που έχει [[χρυσή]] [[λόγχη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσόλογχος:''' вооруженный золотым копьем ([[Παλλάς]] Eur., Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with spear of gold, Παλλάς E.Ion9, cf. Ar.Th.318 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldener Lanze, Spitze; Ar. Thesm. 318; Eur. Παλλάς, Ion 9.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόλογχος: -ον, ὁ ἔχων λόγχην χρυσῆν, Παλλὰς Εὐρ. Ἴων 9, Ἀριστοφ. Θεσμ.. 318· - οἱ χρυσόλογχοι, τὸ χρυσοῦν τάγμα, στρατιωτικὸν σῶμα, Γεώργ. Κεδρ. 727. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la lance d’or.
Étymologie: χρυσός, λόγχη.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (συν. ως προσωνυμία της Αθηνάς) αυτός που φέρει χρυσή λόγχη («οὐκ ἄσημος Ἑλλήνων πόλις, τῆς χρυσολόγχου Παλλάδος κεκλημένη», Ευρ.)
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ χρυσόλογχοι
στρατιωτικό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -λογχος (< λόγχη), πρβλ. πλατύ-λογχος].
Greek Monotonic
χρῡσόλογχος: -ον (λόγχη), αυτός που έχει χρυσή λόγχη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόλογχος: вооруженный золотым копьем (Παλλάς Eur., Arph.).