ἱλάειρα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(17)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱλάειρα]], ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «[[ἱλάειρα]] [[φλόξ]]» β. «[[ἱλάειρα]] [[σελήνη]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱλα</i>- (του ρ. <i>ἱλά</i>-<i>σκομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> [[κατά]] τα <i>κτεάτ</i>-<i>ειρα</i>, <i>πί</i>-<i>ειρα</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. [[φλοξ]] και [[σελήνη]]. Βλ. και λ. [[ιλάσκομαι]]].
|mltxt=[[ἱλάειρα]], ἡ (Α)<br />αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «[[ἱλάειρα]] [[φλόξ]]» β. «[[ἱλάειρα]] [[σελήνη]]», Εμπεδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱλα</i>- (του ρ. <i>ἱλά</i>-<i>σκομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειρα</i> [[κατά]] τα <i>κτεάτ</i>-<i>ειρα</i>, <i>πί</i>-<i>ειρα</i>. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. [[φλοξ]] και [[σελήνη]]. Βλ. και λ. [[ιλάσκομαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱλάειρα:''' ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная ([[φλόξ]], [[σελήνη]] Emped.).
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλάειρᾰ Medium diacritics: ἱλάειρα Low diacritics: ιλάειρα Capitals: ΙΛΑΕΙΡΑ
Transliteration A: hiláeira Transliteration B: hilaeira Transliteration C: ilaeira Beta Code: i(la/eira

English (LSJ)

ἡ,

   A mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v. l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.

Greek Monolingual

ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v. l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).