βρονταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=βρονταῑος, -α, -ον (Α) [[βροντή]]<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[Ζεὺς]] βρονταῑος» — ο Δίας ο [[θεός]] της βροντής<br /><b>2.</b> «νεφέλαι βρονταῑαι» — σύννεφα που φέρνουν [[καταιγίδα]] με βροντές.
|mltxt=βρονταῑος, -α, -ον (Α) [[βροντή]]<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[Ζεὺς]] βρονταῑος» — ο Δίας ο [[θεός]] της βροντής<br /><b>2.</b> «νεφέλαι βρονταῑαι» — σύννεφα που φέρνουν [[καταιγίδα]] με βροντές.
}}
{{elru
|elrutext='''βρονταῖος:''' гремящий ([[θεός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρονταῖος Medium diacritics: βρονταῖος Low diacritics: βρονταίος Capitals: ΒΡΟΝΤΑΙΟΣ
Transliteration A: brontaîos Transliteration B: brontaios Transliteration C: vrontaios Beta Code: brontai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A thundering, Ζεύς Arist.Mu. 401a17, Orph.H.15.9; ὕδωρ β. thunder-rain, Hp.Epid.6.4.17.

German (Pape)

[Seite 464] donnernd, Ζεύς Aristot. mund. 7; νεφέλαι, ἠχώ, Orph. H. 14, 20.

Greek (Liddell-Scott)

βρονταῖος: -α, -ον, ὁ βροντῶν, Ζεὺς Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 2· νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Nonn.Par.Eu.Io.12.29
1 que truena, tonante Zeus, Arist.Mu.401a17, Orph.H.15.9, Pamprepius 3.183, ἠχώ Nonn.l.c., νεφέλαι Orph.H.21.3, φωνή Gr.Nyss.Eun.3.2.16.
2 subst. lat. brontea n. de una piedra meteórica Plin.HN 37.150.

Greek Monolingual

βρονταῑος, -α, -ον (Α) βροντή
φρ.
1. «Ζεὺς βρονταῑος» — ο Δίας ο θεός της βροντής
2. «νεφέλαι βρονταῑαι» — σύννεφα που φέρνουν καταιγίδα με βροντές.

Russian (Dvoretsky)

βρονταῖος: гремящий (θεός Arst.).