καταστάθμησις: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(19) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταστάθμησις]], ἡ (Α)<br />(σχετικά με αστρον. όργανο) η [[μέτρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμησις]] «[[μέτρηση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>σταθμῶ</i> «[[μετρώ]]»)]. | |mltxt=[[καταστάθμησις]], ἡ (Α)<br />(σχετικά με αστρον. όργανο) η [[μέτρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμησις]] «[[μέτρηση]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>σταθμῶ</i> «[[μετρώ]]»)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστάθμησις:''' εως ἡ астрономическое измерение или наблюдение Epicur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A accurate measurement, Epicur.Nat.11.5.
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, astronomische Beobachtung, Epicur.
Greek (Liddell-Scott)
καταστάθμησις: ἡ, ἡ διὰ τῆς στάθμης (ἀστρονομικοῦ ὀργάνου) ἐξέτασις, Ἐπίκ. π. φυσ. σ. 18, Orelli.
Greek Monolingual
καταστάθμησις, ἡ (Α)
(σχετικά με αστρον. όργανο) η μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στάθμησις «μέτρηση» (< σταθμῶ «μετρώ»)].
Russian (Dvoretsky)
καταστάθμησις: εως ἡ астрономическое измерение или наблюдение Epicur.