ἀποσκόπιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκόπιος:''' -ον ([[σκοπός]]), αυτός που αποτυγχάνει στο [[σημάδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποσκόπιος:''' -ον ([[σκοπός]]), αυτός που αποτυγχάνει στο [[σημάδι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκόπιος:''' бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκόπιος Medium diacritics: ἀποσκόπιος Low diacritics: αποσκόπιος Capitals: ΑΠΟΣΚΟΠΙΟΣ
Transliteration A: aposkópios Transliteration B: aposkopios Transliteration C: aposkopios Beta Code: a)posko/pios

English (LSJ)

ον,

   A far from the mark, ἀ. ἀφάμαρτον App.Anth. 3.59 (Ptol.).

German (Pape)

[Seite 325] vom Ziele ab, ἀφάμαρτον Ptolem. ep. 1 (App. 70).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκόπιος: -ον, μακρὰν τοῦ σκοποῦ, ἀποσκόπιοι δ’ ἀφάμαρτον Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’écarte du but.
Étymologie: ἀπόσκοπος.

Spanish (DGE)

-ον
lejos del blanco ἀφάμαρτον Ptol.SHell.712.3 (ap. crít.).

Greek Monotonic

ἀποσκόπιος: -ον (σκοπός), αυτός που αποτυγχάνει στο σημάδι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκόπιος: бьющий мимо цели (ἀφάμαρτον Anth.).