ἐπαγρυπνέω: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπαγρυπνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγρυπνώ]] και κρυφομελετώ, [[σκέπτομαι]] ανήσυχα, <i>τινί</i>, σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ἐπαγρυπνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αγρυπνώ]] και κρυφομελετώ, [[σκέπτομαι]] ανήσυχα, <i>τινί</i>, σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰγρυπνέω:''' <b class="num">1)</b> бодрствовать Luc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> выжидать (ἐπηγρυπνηκὼς τῇ ἀπωλείᾳ τινός Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A keep awake and think over, keep a watchful eye on, τινί Luc.Tim.14; πράξεσι Onos.1.4: abs., Luc.Gall.31, Plu.Brut.37; ὡς . . PTeb.27.75 (ii B. C.). 2 watch for, ἀπωλείᾳ τινὸς -ηκώς D.S. 14.68: abs., Aristaenet.1.27.
German (Pape)
[Seite 893] auf, über Etwas wachen, Plut. Brut. 37 u. a. Sp.; ταῖς μεγίσταις πράξεσιν Onosand. 1, 3; auf Etwas lauern, D. Sic. 14, 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγρυπνέω: ἀγρυπνῶ ἐπί τινι, Λατ. invigilare, τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην... ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις Λουκ. Τίμ. 14· ὁρᾶς ἐπαγρυπνοῦντα αὐτὸν ἐπὶ φροντίδων ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεκτρ. 31, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 37· μεταφ., παραφυλάττω, παραμονεύω τι μετὰ πολλῆς προσοχῆς, διὰ παντὸς ἐπηγρυπνηκὼς τῇ τούτων ἀπωλείᾳ Διοδ. 14. 68· ἀπολ., Ἀρισταίν. 1. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 veiller sur, τινι;
2 veiller pour, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγρυπνέω.
Greek Monotonic
ἐπαγρυπνέω: μέλ. -ήσω, αγρυπνώ και κρυφομελετώ, σκέπτομαι ανήσυχα, τινί, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγρυπνέω: 1) бодрствовать Luc., Plut.;
2) выжидать (ἐπηγρυπνηκὼς τῇ ἀπωλείᾳ τινός Diod.).