μεταμόρφωσις: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταμόρφωσις:''' ἡ, [[μετατροπή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''μεταμόρφωσις:''' ἡ, [[μετατροπή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμόρφωσις:''' εως ἡ превращение, преображение Luc.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμόρφωσις Medium diacritics: μεταμόρφωσις Low diacritics: μεταμόρφωσις Capitals: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: metamórphōsis Transliteration B: metamorphōsis Transliteration C: metamorfosis Beta Code: metamo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.

French (Bailly abrégé)

transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.

Greek Monotonic

μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.