βραβεία: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰβεία:''' ἡ ([[βραβεύς]]), [[κρίση]], [[διαιτησία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''βρᾰβεία:''' ἡ ([[βραβεύς]]), [[κρίση]], [[διαιτησία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰβεία:''' ἡ решение третейского судьи Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of βραβεύς: generally, arbitration, judgement, ὅπως κλύοιμί σου κοινὰς βραβείας E.Ph.450, cf. Lyc.1154.
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, eigtl. das Kampfspielrichteramt, übh. Entscheidung, Eur. Phoen. 453.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰβεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ βραβέως· καθόλου, κρίσις, διαιτησία, ὄπως κλύοιμί σου κοινάς βραβείας Εὐρ. Φοιν. 450.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction d’arbitre ; jugement ou décision d’arbitre.
Étymologie: βραβεύω.
Spanish (DGE)
(βρᾰβεία) -ας, ἡ
arbitraje ὅπως κλύοιμί σου κοινὰς βραβείας para oir de ti arbitrajes comunes habla Etéocles, E.Ph.450, cf. Lyc.1154.
Greek Monolingual
βραβεία, η (Α) βραβεύω
κρίση, διαιτησία.
Greek Monotonic
βρᾰβεία: ἡ (βραβεύς), κρίση, διαιτησία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰβεία: ἡ решение третейского судьи Eur.