βέκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(7)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βέκος]] και [[βεκός]], ο (Α)<br />[[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται [[πράγματι]] λ. <i>bekos</i> σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «[[ψωμί]]» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη [[διήγηση]] του Ηροδ. η λ. [[βέκος]] [[είναι]] η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι! Ο τ. ανάγεται πιθ. σε [[ρίζα]] <i>bheg</i>-, <i>bheng</i>- «[[καταστρέφω]], [[συντρίβω]]» και το -<i>k</i>- της λ. ([[αντί]] του -<i>γ</i>-) παραμένει ανεξήγητο].
|mltxt=[[βέκος]] και [[βεκός]], ο (Α)<br />[[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται [[πράγματι]] λ. <i>bekos</i> σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «[[ψωμί]]» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη [[διήγηση]] του Ηροδ. η λ. [[βέκος]] [[είναι]] η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι! Ο τ. ανάγεται πιθ. σε [[ρίζα]] <i>bheg</i>-, <i>bheng</i>- «[[καταστρέφω]], [[συντρίβω]]» και το -<i>k</i>- της λ. ([[αντί]] του -<i>γ</i>-) παραμένει ανεξήγητο].
}}
{{elru
|elrutext='''βέκος:''' τό Her. = βέκκος.
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέκος Medium diacritics: βέκος Low diacritics: βέκος Capitals: ΒΕΚΟΣ
Transliteration A: békos Transliteration B: bekos Transliteration C: vekos Beta Code: be/kos

English (LSJ)

or βεκός, τό, gen.

   A βέκους Aristid.2.3J.:—bread, Phryg. acc. to Hdt.2.2, cf. Jahresh.8Beibl.95; but Κυπρίων β. Hippon.82.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
pain.
Étymologie: mot phrygien.

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Alolema(s): βεκός Hdt.2.2, Hsch.
frig. pan Hdt.l.c., Aristid.Or.2.7, Inscr.Phryg.3.45, MAMA 1.405, 7.313.5, 454.5 (todas Frigia)
pero Κυπρίων β. Hippon.124, cf. Hsch.

Greek Monolingual

βέκος και βεκός, ο (Α)
ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται πράγματι λ. bekos σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «ψωμί» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδ. η λ. βέκος είναι η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι! Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ρίζα bheg-, bheng- «καταστρέφω, συντρίβω» και το -k- της λ. (αντί του -γ-) παραμένει ανεξήγητο].

Russian (Dvoretsky)

βέκος: τό Her. = βέκκος.