τραγόπους: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρᾰγόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγόπους:''' 2, gen. ποδος козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόπους Medium diacritics: τραγόπους Low diacritics: τραγόπους Capitals: ΤΡΑΓΟΠΟΥΣ
Transliteration A: tragópous Transliteration B: tragopous Transliteration C: tragopous Beta Code: trago/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ,

   A goat-footed, Simon.133, AP6.315 (Nicod.).

German (Pape)

[Seite 1133] οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, πούς.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].

Greek Monotonic

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγόπους: 2, gen. ποδος козлоногий (Πάν Anth.).