στέργημα: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στέργημα:''' -ατος, τό, [[φίλτρο]] έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, <i>τινος</i>, για να ασκήσουν [[επίδραση]] πάνω του, σε Σοφ. | |lsmtext='''στέργημα:''' -ατος, τό, [[φίλτρο]] έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, <i>τινος</i>, για να ασκήσουν [[επίδραση]] πάνω του, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέργημα:''' ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
German (Pape)
[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.
Greek (Liddell-Scott)
στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.
Greek Monotonic
στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.