ὄα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(6_1)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄᾱ''': (Α), ἡ, τὸ [[δένδρον]] «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. [[τύπος]], ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. [[μεγάλως]] ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, [[ὅπερ]] ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ [[δεύτερος]] δὲ [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.
|lstext='''ὄᾱ''': (Α), ἡ, τὸ [[δένδρον]] «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. [[τύπος]], ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. [[μεγάλως]] ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, [[ὅπερ]] ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ [[δεύτερος]] δὲ [[οὗτος]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄα:''' τά Plat. Conv. 190 d pl. к [[ᾠόν]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄα Medium diacritics: ὄα Low diacritics: οα Capitals: ΟΑ
Transliteration A: óa Transliteration B: oa Transliteration C: oa Beta Code: o)/a

English (LSJ)

(A), ἡ,

   A service-tree, Sorbus domestica, Thphr., etc.: ὄα in Hsch., but codd. of Thphr. have ὄη in HP2.2.10 ; ὄα in 2.7.7 ; ὄη in 3.12.9, 3.15.4, CP3.1.4 ; οὔα in HP3.6.5.    II its fruit was ὄον, τό, sorbapple, or service-berry, which was split and pickled for use, Pl.Smp. 190d, Dsc.1.120 :—in Pl.l.c. codd. have ὠϊά, ὠά, and in Dsc. οὖα, which latter form also occurs in Hp.Vict.2.55, Thphr.HP3.2.1, CP 2.8.2 ; ὄη τὸ δένδρον, ἧς ὁ καρπὸς ὄα καλεῖται, ὑπὸ δὲ τῶν πολλῶν οὖα Gal.12.87.
ὄα (B) or ὀά, ἡ,=ὤα,

   A hem or border, A.Fr.280A, Ar.Fr.228 ; σινδόνας . . αἳ ὄας ἔχουσιν prob. in CIG2860ii7 (Didyma), cf. Poll.7.62, Ael. Dion.Fr.266.    II sheep-skin, v. ᾤα.

German (Pape)

[Seite 288] ἡ, = οἴα, Schaaffell, Poll. 7, 62. S. auch ὤα. ἡ, auch ὄη u. οἴη, der Sperberbaum, sorbus, seine Frucht, ὄον, Sperber- od. Arlesbeeren, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὄᾱ: (Α), ἡ, τὸ δένδρον «σουρβιά», καὶ «σουρδουλιά», Λατ. sorbus, Θεόφρ., κτλ.· - ὄᾱ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ Ἀττ. τύπος, ἴδε Ἡσύχ., Ruhnk εἰς Τίμ. ἐν λ. ὄα· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφ. τοῦ Θεοφρ. μεγάλως ποικίλλουσιν: ὄη ἀπαντᾷ ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 10., 3. 12, 9· ὄα εν 2. 7, 7· οἴη ἐν 3. 15, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 4· οὖα ἐν π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 5. ΙΙ. ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο ὄον, τό, τὸ «σοῦρβον» καὶ «σούρδουλον», Λατ. sorbum, ὅπερ ἐσχίζετο καὶ ἐτίθετο εἰς ἅλμην πρὸς χρῆσιν, Πλάτ. Συμπ. 190D, Διοσκ. 1. 173· - παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν ὠά, παρὰ δὲ τῷ Διοσκ. οὖα, ὁ δεύτερος δὲ οὗτος τύπος ἀπαντᾷ παρ’ Ἱππ. 360, 22, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2.

Russian (Dvoretsky)

ὄα: τά Plat. Conv. 190 d pl. к ᾠόν.