εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' полный чернил ([[βροχίς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμέλᾰνος Medium diacritics: εὐμέλανος Low diacritics: ευμέλανος Capitals: ΕΥΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: eumélanos Transliteration B: eumelanos Transliteration C: evmelanos Beta Code: eu)me/lanos

English (LSJ)

ον,

   A well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’encre, qui a de l’encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).